ἀμούσωτος

ἀμούσωτος
ἀμούσωτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμούσωτος — ἀμούσωτος, ον (Α) [μουσῶ] ο άμουσος …   Dictionary of Greek

  • άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”